Η αλλεργική ρινίτιδα προσβάλλει περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ στην Ευρώπη η επίπτωσή της αγγίζει το 23%. Συχνά, συνοδεύεται από αλλεργική επιπεφυκίτιδα (30%) ή/και άσθμα (50%).
Διακρίνεται στην ολοετή αλλεργική ρινίτιδα (τα συμπτώματα διαρκούν όλο το χρόνο) και στην εποχική αλλεργική ρινίτιδα (τα συμπτώματα κάνουν την εμφάνισή τους μόνο σε συγκεκριμένες εποχές του χρόνου, και κυρίως την άνοιξη).
Στο 60% των νοσούντων υπάρχει θετικό οικογενειακό ιστορικό. Σημαντικοί, ωστόσο, είναι και οι διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως το μέρος διαμονής (πόλη ή χωριό), η εργασία, κα.
Κλινική Εικόνα
Ανάλογα με το είδος, τη συχνότητα, και τη βαρύτητα των συμπτωμάτων η αλλεργική ρινίτιδα ταξινομείται σε ήπια/διαλείπουσα έως και σοβαρή/εμμένουσα.
Τα κυριότερα συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας είναι:
Διάγνωση
Πρωταρχικό ρόλο στη διάγνωση της αλλεργικής ρινίτιδας παίζει το ιστορικό του ασθενούς. Από αυτό θα προκύψουν οι απαραίτητες ενδείξεις, για την επιβεβαίωση των οποίων θα χρειαστεί μια λεπτομερής κλινική εξέταση από Ωτορινολαρυγγολόγο. Ο ασθενής θα πρέπει να υποβληθεί σε πλήρη ΩΡΛ εξέταση (έλεγχος φάρυγγα, μύτης, αυτιών) και οπωσδήποτε σε ενδοσκόπηση αυτών. Στη συνέχεια, θα ακολουθήσει ο έλεγχος με τις δερματικές δοκιμασίες νυγμού (skin prick tests) (μια γρήγορη και σχετικά ανώδυνη εξέταση ελέγχου για τα συνήθη αλλεργιογόνα του περιβάλλοντος, η οποία γίνεται στο ιατρείο). Τέλος, όπου κριθεί απαραίτητο, ο ασθενής υποβάλλεται σε ειδικές αιματολογικές εξετάσεις.
Θεραπεία
Για την αντιμετώπιση της αλλεργικής ρινίτιδας υπάρχουν τρείς θεραπευτικές προτάσεις:
Α) Αποφυγή του υπεύθυνου αλλεργιογόνου, αν αυτό είναι εφικτό.
Β) Συμπτωματική – υποστηρικτική θεραπεία. Αυτή συνίσταται κυρίως σε αντιισταμινικά χάπια και ρινικά σπρέϊ. Τα συγκεκριμένα φάρμακα δεν εξαλείφουν τη νόσο, ωστόσο ανακουφίζουν τον ασθενή και σε ορισμένες περιπτώσεις, και εφόσον χρησιμοποιηθούν σωστά, βελτιώνουν κατά πολύ την ποιότητα ζωής του.
Γ) Ανοσοθεραπεία – θεραπεία απευαισθητοποίησης. Πρόκειται για ενέσιμη ή υπογλώσσια θεραπεία που συνήθως διαρκεί 3- 5 χρόνια. Ο ασθενής λαμβάνει το υπεύθυνο αλλεργιογόνο σε ολοένα αυξανόμενες δόσεις με σκοπό την σε βάθος χρόνου απευαισθητοποίηση του οργανισμού του. Δεν ενδείκνυται σε ασθενείς με σοβαρή εμμένουσα νόσο και σε εκείνους που παρουσιάζουν ευαισθησία σε πολλά αλλεργιογόνα ταυτόχρονα.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή πρόκειται για χρόνια νόσο με σημαντικές επιπτώσεις στην κοινωνική και επαγγελματική ζωή του ατόμου, ο ρόλος του ιατρού είναι σημαντικός. Αυτός οφείλει να θέσει έγκαιρα τη διάγνωση, να ενημερώσει τον ασθενή για την ιδιαίτερη φύση της νόσου, να του παρουσιάσει τις διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές, και με υπομονή και συνεργασία να τον βοηθήσει να επανέλθει στην καθημερινότητά του, ελεύθερος από τα ενοχλητικά συμπτώματα της αλλεργικής ρινίτιδας.